- γενειήτης
- γενειάτηςbeardedmasc nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενειάτης — και γενειήτης, ο (Α) [γένειον] αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος … Dictionary of Greek
ՄՕՐՈՒԱՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 2 0312 Chronological Sequence: Early classical ա. որպէս γενειήτης barbatus. Ունակ մօրուաց. մօրուեղ. կամ Դեռաբոյս մօրուօք. եւ ըստ յետին առմանս արդեօք ասի. Եւս. քր. ՟Ա. *Ստրատոնիկոս ʼի նմին աւուր զմանկաւոյ եւ զմօրուանեաց չորս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)